τοξότῃ

τοξότῃ
τοξότης
bowman
masc dat sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τοξότηι — τοξότῃ , τοξότης bowman masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • ραδιοαστρονομία — Κλάδος της αστρονομίας, που ασχολείται με τη μελέτη των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών, οι οποίες εκπέμπονται στη συχνότητα των ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, τους αστέρες και τη διαστρική ύλη και που μπορούν να γίνουν αντιληπτές με ραδιοφωνικούς… …   Dictionary of Greek

  • σκορπιός — I (Αστρον.). Αστερισμός που βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο, ανάμεσα στο Ζυγό και στον Τοξότη. Αποτελείται από πολλά λαμπρά αστέρια, δεύτερου και τρίτου κυρίως μεγέθους, το σύνολο των οποίων σχηματίζει το σχήμα του σκορπιού. Το λαμπρότερο απ’ αυτά …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Νοέμβριος — Ενδέκατος μήνας του χρόνου με 30 ημέρες. Ήταν ο ένατος μήνας με τριάντα ημέρες του αρχαίου ρωμαϊκού νουμιανού ημερολογίου και έγινε ενδέκατος (με 31 ημέρες) του Ιουλιανού. Επί Αυγούστου όμως ξαναγύρισε στις 30 ημέρες. Κατά τον μήνα αυτόν, ο Ηλιος …   Dictionary of Greek

  • άνοιξη — Εποχή του έτους, μεταξύ της εαρινής ισημερίας και του θερινού ηλιοστασίου. Στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 Μαρτίου, τελειώνει στις 21 Ιουνίου και διαρκεί 93 ημέρες. Οι ημέρες έχουν μέση διάρκεια και συνεχώς μεγαλώνουν. Ο ήλιος περνά από… …   Dictionary of Greek

  • αιχμητής — αἰχμητὴς και αἰχμητήρ, ο (Α) [αἰχμή] 1. πολεμιστής που κρατά δόρυ σε αντίθεση προς τον τοξότη 2. ως επίθ. α) αιχμηρός, οξύς β) μαχητικός, φιλοπόλεμος …   Dictionary of Greek

  • αστήρ — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γίγαντας που τον σκότωσε η Αθηνά. II Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος (6ος αι. π.Χ.). Ο γιος του Αρχιμόλιος σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στην Αττική όταν, ως αρχηγός των στρατευμάτων της Σπάρτης, προσπαθούσε να… …   Dictionary of Greek

  • βαλλίστρα — Βλητικό πολεμικό όργανο το οποίο αποτελείται από ένα ξύλινο σώμα εφοδιασμένο με μια συσκευή για το τέντωμα της χορδής. Αυτό το όπλο, που αποτελούσε μια τελειοποίηση του κλασικού τόξου, ήταν πιθανώς γνωστό πολύ πριν από τη χριστιανική εποχή στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”